- φρονηματισμός
- ο1. η αναπτέρωση του ηθικού, η εμψύχωση, το να παίρνει κανείς θάρρος.2. ο σωφρονισμός, το να βάζει κανείς μυαλό: Τιμωρήθηκε για φρονηματισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.